- εὔτομος
- εὔτομοςwell-dividedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύτομος — εὔτομος, ον (Α) 1. (για σχέδιο πόλεως) αυτός που είναι καλά και κανονικά διαιρεμένος, καλά ρυμοτομημένος 2. (για πολύτιμους λίθους) αυτός που είναι καλά κομμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τομος (< τόμος «τεμάχιο» < τέμνω), πρβλ. από τομος, επί… … Dictionary of Greek
εὔτομον — εὔτομος well divided masc/fem acc sg εὔτομος well divided neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)